μογγολοειδείς

μογγολοειδείς
Ένας από τους κύριους κλάδους στους οποίους χωρίζεται η ανθρωπότητα κατά την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρενάτο Μπιαζούτι. Οι μ. διαιρούνται σε τρεις κορμούς: προμογγολίδες, μογγολίδες και εσκιμωίδες. Ο πρώτος κορμός περιλαμβάνει τις φυλές παλαιοσιβηρική, θιβετανική και πουνάν ο δεύτερος τις φυλές τογκουσική, σινική και νοτιομογγολική· ο τρίτος αντιπροσωπεύεται από τους Εσκιμώους. Από τους προμογγολίδες έχουν προέλθει, σύμφωνα με διάφορους επιστήμονες, οι Αμερινδιάνοι, που θεωρούνται από τον Μπιαζούτι αυτόνομος κορμός. Οι μ. αποτελούν σημαντικό τμήμα της σημερινής ανθρωπότητας, κυρίως εκείνης που καταλαμβάνει όλη την ανατολική και κεντρική Ασία και μεγάλο μέρος της νησιωτικής Ασίας. Όσον αφορά τους φυσικούς χαρακτήρες των μ., πρέπει να σημειωθεί η ύπαρξη μεγάλης ποικιλίας τύπων με κοινό το σχήμα του προσώπου, την τομή των ματιών και το χρώμα του δέρματος, που εξαιτίας της επικρατούσης κιτρινωπής απόχρωσης τους έδωσε το όνομα «κίτρινοι» ή «ξανθόδερμοι». Τα βασικά χαρακτηριστικά των μ. είναι το τριχωτό σύστημα, που φαίνεται γενικά ομοιόμορφο, τα μαύρα, λεία, και με κυκλική τομή μαλλιά, η αραιή γεννειάδα και το άτριχο σώμα· το κρανίο, συχνά κοντό και πλατύ, γίνεται στενό και ψηλό μονάχα στους πληθυσμούς με ψηλότερο ανάστημα (Κινέζοι)· το πρόσωπο είναι ευρύ και πεπλατυσμένο, με προεξέχοντα και συχνά λιπώδη ζυγωματικά· το βλεφαρικό άνοιγμα κλίνει συχνά προς τα πάνω και προς τα έξω, ενώ το επάνω βλέφαρο κατεβαίνει μέχρι τη μέση καλύπτοντας το δακρυϊκό πόρο· αυτά αποτελούν το χαρακτηριστικό «μογγολικό μάτι». Η μύτη, χωρίς να είναι πολύ φαρδιά, έχει γενικά κάποια πλάτυνση στα ρουθούνια, αλλά είναι μακρυά και λεπτή στην οστέινη δομή της· η σωματική διάπλαση ποικίλλει από τη μακρύγραμμη (Κινέζοι, Ινδοκινέζοι) έως τη βραχύγραμμη και ογκώδη (Μογγόλοι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Τάι — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται όλοι οι πληθυσμοί που μιλούν μια σειρά από σινοθιβετανικές γλώσσες (γλώσσες τάι), οι οποίοι ήταν άλλοτε διαδεδομένοι στη νοτιοανατολική Ασία και σήμερα είναι εγκατεστημένοι κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Τονκίνο …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… …   Dictionary of Greek

  • ταί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται όλοι οι πληθυσμοί που μιλούν μια σειρά από σινοθιβετανικές γλώσσες (γλώσσες τάι), οι οποίοι ήταν άλλοτε διαδεδομένοι στη νοτιοανατολική Ασία και σήμερα είναι εγκατεστημένοι κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Τονκίνο …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • νεγροειδείς — Κλάδος του ανθρώπινου είδους, που περιλάμβανει, σύμφωνα με την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρ. Μπιαζούττι τρεις κορμούς: τους Στεατοπυγίδες, Πυγμίδες και τους Νεγρίδες. Στον πρώτο ανήκουν οι Βουσμάνοι και οι Οττεντότοι, στο δεύτερο οι Πυγμαίοι και …   Dictionary of Greek

  • Νταγιάκ ή Νταγιάκοι — Ομάδα ινδονησιακών πληθυσμών, περίπου δύο εκατομμύρια άτομα συνολικά, που κατοικούν κατά το μεγαλύτερο μέρος στις εσωτερικές περιοχές της Βόρνεο. Ν. ονόμαζαν οι Μαλαίοι τους ιθαγενείς που έμεναν στα δυτικά παράκτια όρη (Οράνγκ – Ν., δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”